- τεθνᾶσι
- τέθναθι, τεθνάμεναι, τεθνᾶσι, τεθνεώς, τεθνηώς, τεθνειώς: see θνήσκω.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
τεθνᾶσι — θνήσκω perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεθνᾶσ' — τεθνᾶσι , θνήσκω perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CASTOR — I. CASTOR Cursor velocissimus. Pausan l. 3. II. CASTOR Historicus Rhodius, floruit sub Iulii Caesatis principatu, quem aliqui Galatam vocârunt, quia in Galatiâ vixerit. Putat Vossius, hunc eundem esse cum eo, cuius meminit Plin. loc. cit.… … Hofmann J. Lexicon universale
δέος — το (AM δέος, Α και δεῑος) 1. φόβος, ανησυχία για το κακό που φαίνεται να πλησιάζει 2. φρ. «τὸ ἀντίπαλον δέος» ο φόβος ότι ο αντίπαλος είναι εξίσου ισχυρός (και επομένως αβέβαιη η έκβαση τού ανταγωνισμού) αρχ. 1. η αιτία τού φόβου («οὔ τοι ἔπι… … Dictionary of Greek